- μόλου
- βλώσκωgo or comeaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μόλου — Μόλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρομόλιο — Η άκρη του μόλου προς την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας. Επειδή η δύναμη με την οποία σπάζουν τα κύματα στο σημείο αυτό είναι πολύ μεγάλη, και επειδή εκεί χτίζεται συνήθως ο φάρος, το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του, καθώς επίσης… … Dictionary of Greek
μολώνω — (Μ μολώνω) [μόλος] ενισχύω ή προστατεύω λιμάνι με την κατασκευή μόλου … Dictionary of Greek
μόλωμα — το [μολώνω] η κατασκευή μόλου, προβλήτας, λιμενοβραχίονα … Dictionary of Greek
Διονύσιος, άγιος — (Ζάκυνθος 1547 – 1622). Πολιούχος της Ζακύνθου και αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Σιγούρων και ονομαζόταν Δραγανίγος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή των Στροφάδων, αλλά έμεινε μόνιμα στη μονή της… … Dictionary of Greek
μολώνω — μόλωσα, μολώθηκα, μολωμένος, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μόλου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)